υπερεπαγγελματισμός

υπερεπαγγελματισμός
ο, Ν
η ύπαρξη μεγάλου αριθμού επαγγελματιών που ανήκουν στον ίδιο κλάδο, υπέρμετρος κορεσμός ενός επαγγέλματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ-* + επάγγελμα + κατάλ. -ισμός*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”